δαδί

δαδί
το
ρητινώδες ξύλο πεύκου: Παλιά, χρησιμοποιούσαν για προσάναμα δαδιά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δαδί — το (Α δᾳδίον, Μ δαδίν) κομμάτι από ξύλο δέντρου, συνήθως ρητινοφόρου, το οποίο χρησιμεύει ως προσάναμμα νεοελλ. μικρή λαμπάδα αρχ. θεραπευτικό επίθημα που περιείχε ρετσίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. δαδίν < αρχ. δᾳδίον, υποκορ. τού δᾴς] …   Dictionary of Greek

  • δᾳδί — δαίς 1 fire brand fem dat sg δᾳδίς a torch feast fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ευταξίας, Αθανάσιος — (Δαδί 1849 – Αθήνα 1931). Θεολόγος, πολιτικός και συγγραφέας. Βουλευτής Φθιώτιδας και Φωκίδας από το 1885, διορίστηκε επανειλημμένα υπουργός Παιδείας (1893, 1897, 1899), Οικονομικών (1902 και 1922) και Εθνικής Οικονομίας (1915). Διορίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • Ευταξίας, Ιωάννης — (Δαδί 1845 – Αθήνα 1927). Νομομαθής, πολιτικός και συγγραφέας. Αδελφός του Αθανασίου (βλ. λ. παραπάνω), καθηγητής του εκκλησιαστικού δικαίου στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1880), μέλος της Επιτροπής σύνταξης Αστικού Κώδικα, συνέβαλε… …   Dictionary of Greek

  • Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος …   Dictionary of Greek

  • δάδα — η (Α δαΐς, δαΐδος και αττ. δᾴς, δαδός) 1. δαυλός από δαδί 2. πυρσός, λαμπάδα νεοελλ. 1. σχίζα κλαδιού από δέντρο που έχει ρετσίνι (συνήθ. πεύκο), το δαδί 2. κάθε μέσο που μεταδίδει φως ή φωτιά 3. φωτιστικό πυροτέχνημα 4. κάθε μέσο φωτισμού ή… …   Dictionary of Greek

  • δαδιάζω — 1. (για δένδρα που έχουν ρετσίνι) εμποτίζομαι με ρετσίνι ώστε να γίνω δαδί 2. μεταβάλλομαι σε δαδί …   Dictionary of Greek

  • άδαδος — ἄδᾳδος, ον (Α) [δᾷς] (για ξύλο πεύκου) χωρίς δαδί, χωρίς ρετσίνι …   Dictionary of Greek

  • αζίνα — η 1. σπινθήρας από ανθρακιά, σπίθα 2. σχίζα πεύκου, δαδί, προσάναμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άζα. ΣΥΝΘ. αζινοβολώ, αζινολογώ] …   Dictionary of Greek

  • αλιόφιος — το φως που χρησιμοποιείται στη νυχτερινή αλιεία, δαδί αναμμένο στην άκρη τής βάρκας, πυροφάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλιος + φως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”